μεθύλιο

μεθύλιο
Αλκυλική ρίζα (-CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την εισαγωγή ενός μ. σε μία ένωση ονομάζεται μεθυλίωση· η αντίδραση αυτή έχει βιομηχανικό ενδιαφέρον για την παρασκευή ενώσεων, όπως τριτοταγών αμινών, μεθυλεστέρων των λιπαρών οξέων και τριτοταγών αμιδίων, ενώ εφαρμόζεται στον προσδιορισμό της δομής μερικών ενώσεων (εφαρμόστηκε με καλά αποτελέσματα στη μελέτη των σακχάρων)· μεθυλιώσεις παρατηρούνται, επίσης, κατά την πορεία διαφόρων βιολογικών φαινομένων με βασικό ενδιαφέρον. Οι ουσίες, οι οποίες μπορούν να δώσουν ένα μ. κάτω από ορισμένες συνθήκες ονομάζονται μεθυλιωτικά αντιδραστήρια· τα κοινότερα από αυτά είναι τα μεθυλοαλογονίδια (χλωριούχο, βρωμιούχο, ιωδιούχο), το θειικό μ., το διαζωμεθάνιο και η μεθυλική αλκοόλη παρουσία θειικού οξέος· από τα βιολογικά μεθυλιωτικά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεθειονίνη. Αν από μία ομάδα μ. αφαιρεθεί ένα άτομα υδρογόνου, προκύπτει η δισθενής ρίζα μεθυλένιο (=CH2). Όπως το μ., έτσι και το μεθυλένιο παίρνει μέρος σε πολλές αξιοσημείωτες οργανικές ενώσεις. Η τρισθενής ομάδα -CH, η οποία ονομάζεται μεθίνιο, έχει απομονωθεί φασματοσκοπικά στην ουρά των κομητών, με τη μορφή της ελεύθερης ρίζας.
* * *
το
χημ. μια από τις κοινότερες ομάδες τής οργανικής χημείας, αποτελούμενη από τρία άτομα υδρογόνου ενωμένα με ένα άτομο άνθρακα, που έχει μια ακόμη μονάδα συγγένειας, μέσω τής οποίας η ομάδα συνδέεται με την υπόλοιπη ένωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεθύλιο — το ίου (χημ.), μονοσθενής ρίζα από ένα άτομο άνθρακα και τρία υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρυλικό μεθύλιο — Βλ. λ. πλαστικές ύλες (πολυακρυλικές ρητίνες) …   Dictionary of Greek

  • αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… …   Dictionary of Greek

  • αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… …   Dictionary of Greek

  • αμφεταμίνη — (Φαρμ.) φάρμακο τής σειράς τών αμφεταμινών, συνθετικών φαρμάκων, με έντονες διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. amphetamine < a[Ipha] (πρβλ. άλφα) + m[ethyl] (πρβλ. μεθύλιο) …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλίωση — Χημική διαδικασία. κατά την οποία η μονοσθενής ρίζα μεθύλιο ( CH2) εισάγεται στο μόριο μιας ένωσης. Για να γίνει δυνατή η μ. χρησιμοποιούνται διάφοροι μεθυλιωτικοί παράγοντες, όπως είναι το μεθυλοϊωδίδιο (CH3I), μεθυλεστέρες οργανικών θειοξέων,… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • μεθυλοκυτταρίνη — Μεθυλικός αιθέρας της κυτταρίνης, με χημικό τύπο [C6H7O2(OH)2ΟCΗ2]ν. Είναι λευκή ή υπόλευκη σκόνη, χωρίς γεύση και οσμή, ενώ διογκώνεται μέσα στο νερό για να δώσει ένα διαυγές ζελατινώδες διάλυμα. Παρασκευάζεται με επεξεργασία της προερχόμενης… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”